-
1 διαταγμα
-
2 διάταγμα
το указ, декрет, постановление;αναγκαστικό διάταγμα — закон, подлежащий санкционированию парламентом
-
3 διάταγμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διάταγμα
-
4 διάταγμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διάταγμα
-
5 διάταγμα
повеление, указ, приказ, распоряжение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διάταγμα
-
6 διάταγμα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διάταγμα
-
7 διάταγμα
[диатагма] ουσ. о. указ, декрет, постановление.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάταγμα
-
8 διάταγμα
[диатагма] ουσ ο указ, декрет, постановление. -
9 διαταγη
-
10 νομοθετικός
-
11 νομοτελεστικός
η, ό[ν] исполнительный;νομοτελεστικό διάταγμα — указ о начале применения закона
-
12 προεδρικός
η, ό[ν] председательский; президентский;προεδρικόν διάταγμα — декрет за подписью президента республики
-
13 1297
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1297
См. также в других словарях:
διάταγμα — ordinance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάταγμα — Όρος που χαρακτηρίζει μία κατηγορία –τη σημαντικότερη– πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, των οποίων όμως τα όρια και το περιεχόμενο έχουν μεταβληθεί κατά την ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας και άλλων χωρών ή έγιναν αντικείμενο αμφισβητήσεων. Όσο… … Dictionary of Greek
διάταγμα — το έγγραφο του κράτους που διατάζει την εφαρμογή ή την ερμηνεία ενός νόμου: Εκδόθηκε προεδρικό διάταγμα για τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων του δημοσίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιματηρό διάταγμα — Διάταγμα που εκδόθηκε από τον Ερρίκο Η’ της Αγγλίας, με το οποίο τιμωρούσαν με θάνατο οποιονδήποτε δίδασκε εναντίον της μετουσίωσης, της αγαμίας του κλήρου, της λειτουργίας και της ξεχωριστής για τον καθένα εξομολόγησης. Είχε εκδοθεί για να… … Dictionary of Greek
διαταγμάτων — διάταγμα ordinance neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάγμασι — διάταγμα ordinance neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάγμασιν — διάταγμα ordinance neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάγματα — διάταγμα ordinance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάγματι — διάταγμα ordinance neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάγματος — διάταγμα ordinance neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek